- μποξάς
- οπληθ. -άδες (λ. τουρκ.)1. κομμάτι υφάσματος με το οποίο περιτυλίγουν πράγματα, δέμα ρούχων: Φόρτωσαν τους μποξάδες στο φορτηγό.2. γυναικείο μάλλινο σάλι: Ζητιάνευε στο κρύο τυλιγμένη με το μποξά της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.