μποξάς

μποξάς
ο
πληθ. -άδες (λ. τουρκ.)
1. κομμάτι υφάσματος με το οποίο περιτυλίγουν πράγματα, δέμα ρούχων: Φόρτωσαν τους μποξάδες στο φορτηγό.
2. γυναικείο μάλλινο σάλι: Ζητιάνευε στο κρύο τυλιγμένη με το μποξά της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μποξάς — ο 1. τετράγωνο ύφασμα για περιτύλιξη ρούχων ή επικάλυψη διαφόρων αντικειμένων 2. σάλι, εσάρπα 3. δέμα ρούχων, μπόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bohca] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ένωσης Πεζών (Κρήτης) — Το μουσείο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Πεζών του νομού Ηρακλείου, η οποία ιδρύθηκε το 1933, λειτουργεί στο παλαιό εμφιαλωτήριο που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Πεζά και Καλλονή. Η συλλογή του αποτελείται από τρεις ενότητες εκθεμάτων από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”